ταράζω

ταράζω
Ν
βλ. ταράσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταράζω — ταράζω, τάραξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταράζω — τάραξα, ταράχτηκα, ταραγμένος 1. φέρνω άνω κάτω, ανακατώνω, αναστατώνω: Η θάλασσα σήμερα είναι ταραγμένη. 2. προκαλώ ταραχή, καταστρέφω τη γαλήνη, συγχύζω, συγκλονίζω: Ταράχτηκα μ αυτό που άκουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχοταράζω — ταράζω την ψυχή κάποιου, τον συγχύζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναταράζω — και αναταράσσω (Α ἀναταράσσω) 1. ταράζω, ανακατώνω 2. ταράζω ψυχικά, προξενώ έξαψη αρχ. (παθ. μτχ.) ανατεταραγμένος 1. αναταραγμένος, θολός 2. σε κατάσταση αταξίας, χωρίς τάξη …   Dictionary of Greek

  • αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • προσανασείω — Α 1. κινώ προς τα πάνω, ταράζω, τραντάζω επί πλέον 2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως («ταχὺ προσανασεισθέντες οἱ πολλοὶ τοῑς τοιούτοις λόγοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνασείω «κινώ, ταράζω, διεγείρω»] …   Dictionary of Greek

  • σκύλλω — ΜΑ 1. ξεσχίζω σαν σκύλος, κατασπαράσσω 2. μτφ. εμβάλλω κάποιον σε ταραχή ή στενοχώρια, ταράζω (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ. β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ) 3. (το μέσ. και παθ.) σκύλλομαι στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ β …   Dictionary of Greek

  • ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοταράζω — Ν ταράζω την ψυχή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ταράζω] …   Dictionary of Greek

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”